- σκορόδιον
- σκορόδ-ιον, τό, Dim. of σκόροδον, in pl., Ar. Pl.818, Antiph.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκορόδιον — τὸ, Α [σκόροδον] υποκορ. σκορδάκι … Dictionary of Greek
σκοροδίοις — σκορόδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκορόδια — σκορόδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)